Τελικά πώς συνδέεται με την αντίληψη της ομιλίας;
Η δι/πολυγλωσσία είναι ένα παγκόσμιο κοινωνικό φαινόμενο το οποίο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην παγκοσμιοποίηση και στις μετακινήσεις πληθυσμών επιφέροντας την επαφή γλωσσών και κατά συνέπεια πολιτισμών. Σ’ ένα τέτοιο σκηνικό, η δι/πολυγλωσσία φαίνεται να είναι ο κανόνας ενώ η μονογλωσσία η εξαίρεση αφού υπολογίζεται ότι 6.000 γλώσσες ομιλούνται σε 200 περίπου κράτη. Υπάρχουν δύο παγκόσμιες ημέρες με κοινό στόχο την ενημέρωση για τη σημασία της γλωσσικής πολυμορφίας και την προώθηση της εκμάθειας γλωσσών και δι/πολυγλωσσίας. Αυτές είναι η 21η Φεβρουαρίου, Παγκόσμια Ημέρα Μητρικής Γλώσσας, και η 26η Σεπτεμβρίου, Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών.
Όμως τι εννοούμε τελικά με τον όρο δι/πολυγλωσσία; Με το πέρασμα του χρόνου πολλοί ερευνητές έχουν ασχοληθεί με τον προσδιορισμό του όρου. Σύμφωνα με κοινωνιογλωσσολόγους, η δι/πολυγλωσσία αναφέρεται σε κοινωνίες όπου ένας μεγάλος αριθμός γλωσσών χρησιμοποιείται από μερικά ή όλα τα μέλη και κάθε γλώσσα έχει διαφορετικό ρόλο στα πλαίσια λειτουργίας της κοινωνίας. Αντιθέτως, όσοι ασχολούνται με το θέμα από ψυχογλωσσική άποψη φαίνεται να μην συμφωνούν με αυτή την άποψη εστιάζοντας στη μελέτη των γλωσσών στον εγκέφαλο και την εγκεφαλική κυριαρχία.
Ένα παράδειγμα ποικιλόμορφης και πολυδιάστατης κοινωνίας αποτελεί η ελληνόφωνη Κύπρος. Η χώρα χαρακτηρίζεται από κοινωνική διγλωσσία που αφορά διαλέκτους της ίδιας γλώσσας με κυρίαρχες γλωσσικές ποικιλίες την κυπριακή (και τα τοπικά ιδιώματα της) και νέα ελληνική. Επιπλέον, αυτή η γλωσσική κατάσταση γίνεται πιο περίπλοκη όταν ληφθεί ο ρόλος και η επιρροή της αγγλικής γλώσσας ιδίως στο λεξικό. Εναλλαγή από τα κυπριακά στα αγγλικά είτε σε επίπεδο προτάσεων (γλωσσική εναλλαγή κωδίκων) είτε σε επίπεδο λέξεων (δανεισμός) είναι αρκετά κοινή στην κυπριακή. Παραδείγματα αποτελούν οι προτάσεις ίντα τσανς (τι πιθανότητα < chance) και κάμνω σ̌όου (εντυπωσιάζω με την απόδοση μου < show). Επίσης, τα λεξιδάνεια μπεστούα (καλύτερος/η φίλος/η < best friend), κκουλλάς (ωραίος και άνετος < super cool) ή τα πιο γνωστά παμπούλα (φουσκάλα < bubble) και κουτσιώ (καλή βολή / βρίσκω το στόχο < good shot). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Κύπρος υπήρξε αγγλική αποικία από το 1878 έως το 1960 και στο ότι η αγγλική έχει καθιερωθεί ως διεθνής γλώσσα επικοινωνίας. Επομένως, η ομιλία των Ελληνοκύπριων χαρακτηρίζεται κυρίως από λέξεις στην κυπριακή, τη νέα ελληνική και την αγγλική χωρίς αυτό να αποκλείει επιρροές από γλώσσες όπως η γαλλική (φουκού < fougou, πρότσα < broche), η ιταλική (φιλτράρω < filtrare, ζόππος < zoppo = κουτσός) και η τουρκική (με το ζόρι < zor = δύσκολα, ισστέ ποϊλέ < işte böyle = ορίστε μας).
Η απόκτηση της αγγλικής γλώσσας, ωστόσο, δεν είναι εύκολη υπόθεση για τους Ελληνοκύπριους που συχνά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αντίληψη και την παραγωγή φωνηέντων και συμφώνων στη γλώσσα που αποκτούν. Πολλές φορές ακούμε ίδιους δύο διαφορετικούς ήχους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι προσαρμόζουμε τους ήχους στη μητρική μας γλώσσα αγνοώντας τις ηχητικές διαφορές που δεν έχουν σημασία στη γλώσσα μας. Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι τα κλειστά σύμφωνα π, τ, κ. Στην κυπριακή υπάρχουν τρεις αντιθέσεις οι οποίες παράγουν διαφορετικές σε νόημα λέξεις όπως πάλα (μπάλα σανού), ππάλα (μπαλτάς), μπάλα ενώ στην αγγλική μόνο δύο pat (χτυπώ ελαφριά), bat (νυχτερίδα) αν και στην πραγματικότητα υπάρχουν τρεις φωνητικές κατηγορίες (pat, spat, bat). Επομένως, όσες λέξεις περιέχουν το αγγλικό b προφέρονται είτε ως π (πανάνα, πάνιο) είτε ως μπ (μπανάνα, μπάνιο).
Αυτού του είδους τις δυσκολίες προσπαθούμε να διερευνήσουμε μέσω της κατηγορικής αντίληψης της ομιλίας, η οποία δεν αντανακλά πιστά τις ιδιότητες των ήχων αλλά προσαρμόζεται στις διακρίσεις μεταξύ διαφορετικών φθόγγων της γλώσσας. Η αντίληψη κατηγοριοποιεί τους ήχους και έτσι παρόμοιοι ήχοι μας ακούγονται ίδιοι σε σημείο που να μην μπορούμε τους διακρίνουμε. Με αυτό τον τρόπο το αντιληπτικό σύστημα αναγνωρίζει σωστά τους φθόγγους έστω και αν αυτοί έχουν προφερθεί κατά προσέγγιση. Συνεπώς, η κατηγορηματική αντίληψη προσελκύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά την κατάκτηση μιας δεύτερης γλώσσας.
Αυτός άλλωστε είναι ένας από τους απώτερους στόχους της ερευνητικής δραστηριότητας του Θεμελιακού Εργαστηρίου Αποκατάστασης (Θ.ΕΡ.ΑΠΟ) του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου που μελετά την γλωσσική ικανότητα και τη δυσκολία στην παραγωγή και αντίληψη της γλώσσας.
Της Δρ. Έλενας Κκεσέ, Ειδικός Επιστήμονας
Θεμελιακό Εργαστήριο Αποκατάστασης (Θ.ΕΡ.ΑΠΟ)
Τμήμα Επιστημών Αποκατάστασης
Σχολή Επιστημών Υγείας, ΤΕ.ΠΑ.Κ
Εκδήλωση τιμής στον Χρηστάκη Μιχαηλίδη για τη δωρεά του στη Δημοτική Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη
Τελικά πώς συνδέεται με την αντίληψη της ομιλίας;
Η δι/πολυγλωσσία είναι ένα παγκόσμιο κοινωνικό φαινόμενο το οποίο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην παγκοσμιοποίηση και στις μετακινήσεις πληθυσμών επιφέροντας την επαφή γλωσσών και κατά συνέπεια πολιτισμών. Σ’ ένα τέτοιο σκηνικό, η δι/πολυγλωσσία φαίνεται να είναι ο κανόνας ενώ η μονογλωσσία η εξαίρεση αφού υπολογίζεται ότι 6.000 γλώσσες ομιλούνται σε 200 περίπου κράτη. Υπάρχουν δύο παγκόσμιες ημέρες με κοινό στόχο την ενημέρωση για τη σημασία της γλωσσικής πολυμορφίας και την προώθηση της εκμάθειας γλωσσών και δι/πολυγλωσσίας. Αυτές είναι η 21η Φεβρουαρίου, Παγκόσμια Ημέρα Μητρικής Γλώσσας, και η 26η Σεπτεμβρίου, Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών.
Όμως τι εννοούμε τελικά με τον όρο δι/πολυγλωσσία; Με το πέρασμα του χρόνου πολλοί ερευνητές έχουν ασχοληθεί με τον προσδιορισμό του όρου. Σύμφωνα με κοινωνιογλωσσολόγους, η δι/πολυγλωσσία αναφέρεται σε κοινωνίες όπου ένας μεγάλος αριθμός γλωσσών χρησιμοποιείται από μερικά ή όλα τα μέλη και κάθε γλώσσα έχει διαφορετικό ρόλο στα πλαίσια λειτουργίας της κοινωνίας. Αντιθέτως, όσοι ασχολούνται με το θέμα από ψυχογλωσσική άποψη φαίνεται να μην συμφωνούν με αυτή την άποψη εστιάζοντας στη μελέτη των γλωσσών στον εγκέφαλο και την εγκεφαλική κυριαρχία.
Ένα παράδειγμα ποικιλόμορφης και πολυδιάστατης κοινωνίας αποτελεί η ελληνόφωνη Κύπρος. Η χώρα χαρακτηρίζεται από κοινωνική διγλωσσία που αφορά διαλέκτους της ίδιας γλώσσας με κυρίαρχες γλωσσικές ποικιλίες την κυπριακή (και τα τοπικά ιδιώματα της) και νέα ελληνική. Επιπλέον, αυτή η γλωσσική κατάσταση γίνεται πιο περίπλοκη όταν ληφθεί ο ρόλος και η επιρροή της αγγλικής γλώσσας ιδίως στο λεξικό. Εναλλαγή από τα κυπριακά στα αγγλικά είτε σε επίπεδο προτάσεων (γλωσσική εναλλαγή κωδίκων) είτε σε επίπεδο λέξεων (δανεισμός) είναι αρκετά κοινή στην κυπριακή. Παραδείγματα αποτελούν οι προτάσεις ίντα τσανς (τι πιθανότητα < chance) και κάμνω σ̌όου (εντυπωσιάζω με την απόδοση μου < show). Επίσης, τα λεξιδάνεια μπεστούα (καλύτερος/η φίλος/η < best friend), κκουλλάς (ωραίος και άνετος < super cool) ή τα πιο γνωστά παμπούλα (φουσκάλα < bubble) και κουτσιώ (καλή βολή / βρίσκω το στόχο < good shot). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Κύπρος υπήρξε αγγλική αποικία από το 1878 έως το 1960 και στο ότι η αγγλική έχει καθιερωθεί ως διεθνής γλώσσα επικοινωνίας. Επομένως, η ομιλία των Ελληνοκύπριων χαρακτηρίζεται κυρίως από λέξεις στην κυπριακή, τη νέα ελληνική και την αγγλική χωρίς αυτό να αποκλείει επιρροές από γλώσσες όπως η γαλλική (φουκού < fougou, πρότσα < broche), η ιταλική (φιλτράρω < filtrare, ζόππος < zoppo = κουτσός) και η τουρκική (με το ζόρι < zor = δύσκολα, ισστέ ποϊλέ < işte böyle = ορίστε μας).
Η απόκτηση της αγγλικής γλώσσας, ωστόσο, δεν είναι εύκολη υπόθεση για τους Ελληνοκύπριους που συχνά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αντίληψη και την παραγωγή φωνηέντων και συμφώνων στη γλώσσα που αποκτούν. Πολλές φορές ακούμε ίδιους δύο διαφορετικούς ήχους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι προσαρμόζουμε τους ήχους στη μητρική μας γλώσσα αγνοώντας τις ηχητικές διαφορές που δεν έχουν σημασία στη γλώσσα μας. Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι τα κλειστά σύμφωνα π, τ, κ. Στην κυπριακή υπάρχουν τρεις αντιθέσεις οι οποίες παράγουν διαφορετικές σε νόημα λέξεις όπως πάλα (μπάλα σανού), ππάλα (μπαλτάς), μπάλα ενώ στην αγγλική μόνο δύο pat (χτυπώ ελαφριά), bat (νυχτερίδα) αν και στην πραγματικότητα υπάρχουν τρεις φωνητικές κατηγορίες (pat, spat, bat). Επομένως, όσες λέξεις περιέχουν το αγγλικό b προφέρονται είτε ως π (πανάνα, πάνιο) είτε ως μπ (μπανάνα, μπάνιο).
Αυτού του είδους τις δυσκολίες προσπαθούμε να διερευνήσουμε μέσω της κατηγορικής αντίληψης της ομιλίας, η οποία δεν αντανακλά πιστά τις ιδιότητες των ήχων αλλά προσαρμόζεται στις διακρίσεις μεταξύ διαφορετικών φθόγγων της γλώσσας. Η αντίληψη κατηγοριοποιεί τους ήχους και έτσι παρόμοιοι ήχοι μας ακούγονται ίδιοι σε σημείο που να μην μπορούμε τους διακρίνουμε. Με αυτό τον τρόπο το αντιληπτικό σύστημα αναγνωρίζει σωστά τους φθόγγους έστω και αν αυτοί έχουν προφερθεί κατά προσέγγιση. Συνεπώς, η κατηγορηματική αντίληψη προσελκύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά την κατάκτηση μιας δεύτερης γλώσσας.
Αυτός άλλωστε είναι ένας από τους απώτερους στόχους της ερευνητικής δραστηριότητας του Θεμελιακού Εργαστηρίου Αποκατάστασης (Θ.ΕΡ.ΑΠΟ) του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου που μελετά την γλωσσική ικανότητα και τη δυσκολία στην παραγωγή και αντίληψη της γλώσσας.
Της Δρ. Έλενας Κκεσέ, Ειδικός Επιστήμονας
Θεμελιακό Εργαστήριο Αποκατάστασης (Θ.ΕΡ.ΑΠΟ)
Τμήμα Επιστημών Αποκατάστασης
Σχολή Επιστημών Υγείας, ΤΕ.ΠΑ.Κ