Στην κυπριακή κοινωνία το αλκοόλ, είναι ένα μεγάλο κομμάτι της κουλτούρας μας στο οποίο εκτιθόμαστε από μικρή ηλικία. Στα οικογενειακά τραπέζια, από μικροί καλούμαστε να κάνουμε “Εις Υγείαν” με ένα ποτήρι μπύρας ή κρασί. Σε μεγαλύτερες ηλικίες πειραματιζόμαστε για το ποτό που μας αρέσει, πόσο μπορούμε να καταναλώσουμε πριν μεθύσουμε και πολλές φορές αυτό μας κάνει να ξεπεράσουμε τα όρια της ανοχής μας στο ποτό.
Το αλκοόλ, σε μικρές ποσότητες, προκαλεί ευφορία, μειώνει το στρες και το άγχος, μας κάνει πιο κεφάτους και κοινωνικούς αλλά σε μεγάλες ποσότητες προκαλεί σοβαρά προβλήματα. Το αλκοόλ έχει κατασταλτική δράση και για αυτό πολλές φορές μετά την κατανάλωσή του αισθανόμαστε να είμαστε ευδιάθετοι, χαλαροί, ίσως να είμαστε σε διάθεση για φλερτ, και πολλές φορές πιο παρορμητικοί από ότι συνήθως. Πολλά άτομα όταν βρίσκονται στη μέθη, μπορεί να πράξουν με τρόπους πολύ διαφορετικούς από ότι όταν είναι σε νηφαλιότητα όπως το να έρθουν σε σεξουαλική επαφή χωρίς τη χρήση μεθόδων προστασίας για σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα ή για αποφυγή εγκυμοσύνης. Επίσης, σε αυτή τη φάση, ένα άτομο έχει μειωμένη δυνατότητα να οδηγήσει, και αν το κάνει και μπορεί να εμπλακεί σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα μιας και τα αντανακλαστικά του είναι επηρεασμένα.
Είναι διαφορετικό κάποιος να κάνει κατάχρηση και κάποιος να είναι εξαρτημένος στο αλκοόλ. Και τα δύο μπορούν να συμβούν και η εξάρτηση να διαδεχθεί της κατάχρησης, χωρίς αυτό να συμβαίνει πάντα. Οι παράγοντες που συμβάλλουν ή να προδιαθέσουν κάποιον στην εξάρτηση αλκοόλ είναι ψυχοκοινωνικοί, βιολογικοί και γενετικοί.
Η εξάρτηση από το αλκοόλ χαρακτηρίζεται από ανοχή, δηλαδή ανάγκη για αύξηση της ποσότητας για το επιθυμητό αποτέλεσμα, σωματικά/γνωστικά συμπτώματα στερητικού συνδρόμου μετά τη διακοπή ή την μείωση του αλκοόλ τα οποία μπορεί να γίνουν πολύ επικίνδυνα για τη ζωή του ατόμου. Επίσης το άτομο μπορεί να έχει αποπειραθεί πολλές φορές να ελέγξει ή να διακόψει το αλκόολ χωρίς επιτυχία. Επιπλέον, αν και υπάρχει έντονη επιθυμία για μείωση ή έλεγχο της χρήσης του αλκοόλ, οι προσπάθειες είναι συνήθως αποτυχημένες. Το άτομο χάνει τον έλεχο όσο αφορά την πρόθεση κατανάλωσής του (σκοπός για ένα ποτό και τελικά καταναλώνει επτά), και γενική δυσλειτουργία σε διάφορους τομείς της ζωής όπως διαπροσωπικές σχέσεις, ακαδημαϊκές και επαγγελματικές ευθύνες.
H κατάχρηση αλκοόλ είναι συνδεδεμένη με τη δυσλειτουργία εργασιακών και κοινωνικών υποχρεώσεων, και επιπτώσεις σε νομικά, διαπροσωπικά αλλά και σωματικά ζητήματα λόγω της εντατικής χρήσης αλκοόλ, χωρίς ωστόσο να υπάρχει εξάρτηση. Το να διαχειριστεί κάποιος τη χρήση ποτού χρειάζεται εντατική προσέγγιση κάτι το οποίο θα σας παροτρύναμε να συζητήσετε με το Σύμβουλο του Κέντρου.
Χρήση παράνομων/νόμιμων ουσιών
Στην κυπριακή κοινωνία το αλκοόλ, είναι ένα μεγάλο κομμάτι της κουλτούρας μας στο οποίο εκτιθόμαστε από μικρή ηλικία. Στα οικογενειακά τραπέζια, από μικροί καλούμαστε να κάνουμε “Εις Υγείαν” με ένα ποτήρι μπύρας ή κρασί. Σε μεγαλύτερες ηλικίες πειραματιζόμαστε για το ποτό που μας αρέσει, πόσο μπορούμε να καταναλώσουμε πριν μεθύσουμε και πολλές φορές αυτό μας κάνει να ξεπεράσουμε τα όρια της ανοχής μας στο ποτό.
Το αλκοόλ, σε μικρές ποσότητες, προκαλεί ευφορία, μειώνει το στρες και το άγχος, μας κάνει πιο κεφάτους και κοινωνικούς αλλά σε μεγάλες ποσότητες προκαλεί σοβαρά προβλήματα. Το αλκοόλ έχει κατασταλτική δράση και για αυτό πολλές φορές μετά την κατανάλωσή του αισθανόμαστε να είμαστε ευδιάθετοι, χαλαροί, ίσως να είμαστε σε διάθεση για φλερτ, και πολλές φορές πιο παρορμητικοί από ότι συνήθως. Πολλά άτομα όταν βρίσκονται στη μέθη, μπορεί να πράξουν με τρόπους πολύ διαφορετικούς από ότι όταν είναι σε νηφαλιότητα όπως το να έρθουν σε σεξουαλική επαφή χωρίς τη χρήση μεθόδων προστασίας για σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα ή για αποφυγή εγκυμοσύνης. Επίσης, σε αυτή τη φάση, ένα άτομο έχει μειωμένη δυνατότητα να οδηγήσει, και αν το κάνει και μπορεί να εμπλακεί σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα μιας και τα αντανακλαστικά του είναι επηρεασμένα.
Είναι διαφορετικό κάποιος να κάνει κατάχρηση και κάποιος να είναι εξαρτημένος στο αλκοόλ. Και τα δύο μπορούν να συμβούν και η εξάρτηση να διαδεχθεί της κατάχρησης, χωρίς αυτό να συμβαίνει πάντα. Οι παράγοντες που συμβάλλουν ή να προδιαθέσουν κάποιον στην εξάρτηση αλκοόλ είναι ψυχοκοινωνικοί, βιολογικοί και γενετικοί.
Η εξάρτηση από το αλκοόλ χαρακτηρίζεται από ανοχή, δηλαδή ανάγκη για αύξηση της ποσότητας για το επιθυμητό αποτέλεσμα, σωματικά/γνωστικά συμπτώματα στερητικού συνδρόμου μετά τη διακοπή ή την μείωση του αλκοόλ τα οποία μπορεί να γίνουν πολύ επικίνδυνα για τη ζωή του ατόμου. Επίσης το άτομο μπορεί να έχει αποπειραθεί πολλές φορές να ελέγξει ή να διακόψει το αλκόολ χωρίς επιτυχία. Επιπλέον, αν και υπάρχει έντονη επιθυμία για μείωση ή έλεγχο της χρήσης του αλκοόλ, οι προσπάθειες είναι συνήθως αποτυχημένες. Το άτομο χάνει τον έλεχο όσο αφορά την πρόθεση κατανάλωσής του (σκοπός για ένα ποτό και τελικά καταναλώνει επτά), και γενική δυσλειτουργία σε διάφορους τομείς της ζωής όπως διαπροσωπικές σχέσεις, ακαδημαϊκές και επαγγελματικές ευθύνες.
H κατάχρηση αλκοόλ είναι συνδεδεμένη με τη δυσλειτουργία εργασιακών και κοινωνικών υποχρεώσεων, και επιπτώσεις σε νομικά, διαπροσωπικά αλλά και σωματικά ζητήματα λόγω της εντατικής χρήσης αλκοόλ, χωρίς ωστόσο να υπάρχει εξάρτηση. Το να διαχειριστεί κάποιος τη χρήση ποτού χρειάζεται εντατική προσέγγιση κάτι το οποίο θα σας παροτρύναμε να συζητήσετε με το Σύμβουλο του Κέντρου.